- Σιαμαίος
- οθηλ. Σιαμαία1. κάτοικος του Σιάμ.2. «Σιαμαίοι αδελφοί», αχώριστο ζευγάρι αδελφών και μτφ. φίλων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιαμαίος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Σιάμ, χώρα τής Ασίας, και στους κατοίκους της 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύρια ον.) ο Σιαμαίος, η Σιαμαία ο κάτοικος τού Σιάμ ή αυτός που κατάγεται από το Σιάμ 3. φρ. α) «σιαμαίοι αδελφοί» ή «σιαμαίοι… … Dictionary of Greek